- Ἀριστοδήμου
- Ἀριστόδημοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δάμις — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Θηβαίος πρόγονος του φιλόσοφου Ηρακλείδη του Εύφρονα και αρχηγός των αποίκων που εγκαταστάθηκαν στην Ηράκλεια του Πόντου. 2. Μεσσήνιος στρατηγός (μέσα 8ου αι. π.Χ.). Είχε διεκδικήσει τη στρατηγία ως αντίπαλος του… … Dictionary of Greek
Δημοφάνης — (3ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Καταγόταν από τη Μεγαλόπολη και ήταν σύγχρονος του τυράννου Αριστοδήμου. Ήταν μαθητής του Αρκεσίλαου και δάσκαλος του Φιλοποίμενα. Συνέβαλε με την πολιτική δραστηριότητά του στην έξωση του Αριστοδήμου … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ακρότατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο μεγαλύτερος γιος του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Β’ (4ος αι. π.Χ.). Κλήθηκε στη Σικελία για να αναλάβει την αρχηγία και να διοργανώσει τον αγώνα που έκαναν οι περισσότερες τότε πόλεις της Σικελίας εναντίον του… … Dictionary of Greek
ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία … Dictionary of Greek
ευρυσθενής — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους γιους του Αιγύπτου, που σκοτώθηκε από τη Δαναΐδα σύζυγό του, Μνήστρα. 2. Ένας από τους επτά Αθηναίους νέους που διασώθηκαν από τον Θησέα, μετά τον φόνο του Μινώταυρου. 3. Γιος του Ηρακλείδη Αριστόδημου … Dictionary of Greek
μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη … Dictionary of Greek
μερίδα — I (Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον… … Dictionary of Greek
προκλής — Oνομασία ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Θεόδωρου, ένας από τους δύο στρατηγούς που οι Αθηναίοι έστειλαν στα παράλια της Πελοποννήσου με 30 πλοία. Ο Π. σκοτώθηκε στη διάρκεια της εκστρατείας. 2. Βασιλιάς της Σπάρτης, αρχηγός του γένους των… … Dictionary of Greek
τελεστής — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Κρητικός, πατέρας της ωραίας Ιάνθης την οποία αγάπησε παράφορα ο Ίφις από τη Φαιστό. Η θεά τους όμως, από αντιζηλία, μεταμόρφωσε την Ιάνθη σε έφηβο. 2. Ο τελευταίος από τους Βακχίδες, βασιλιάς της… … Dictionary of Greek